- κομπιούτερ
- Βλ. λ. υπολογιστές.
* * *το και οο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπιούτερ — ο (λ. αγγλ.), άκλ., βλ. υπολογιστής, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός εγκέφαλος — Γενική ονομασία υπολογιστικών μηχανών που χρησιμοποιούν σύνθετα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Ο η.ε. λέγεται επίσης πιο απλά υπολογιστής. Πολλοί χρησιμοποιούν και την αγγλική λέξη κομπιούτερ (computer). Βλ. λ. υπολογιστικές μηχανές … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ουέντ — Αραβική ονομασία χείμαρρων, οι oποίοι είναι συνήθως ξεροί και περιέχουν νερά μόνο ύστερα από καταρρακτώδεις βροχές. Τέτοιοι χείμαρροι απαντούν σε ερημικές περιοχές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν την αρχή τους ή μέσα στην έρημο ή σε… … Dictionary of Greek